συνθριαμβευω

συνθριαμβευω
    συνθριαμβεύω
    συν-θριαμβεύω
    вместе справлять триумф, совместно торжествовать победу
    

(ἀπὸ Κίμβρων Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνθριαμβευω" в других словарях:

  • συνθριαμβεύω — ΜΑ [θριαμβεύω] μετέχω κι εγώ σε τελετή θριάμβου …   Dictionary of Greek

  • συνθριαμβεύουσιν — συνθριαμβεύω share in a triumph pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνθριαμβεύω share in a triumph pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συνθριαμβεύω share in a triumph pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθριαμβεύσοντας — συνθριαμβεύω share in a triumph fut part act masc acc pl συνθριαμβεύω share in a triumph fut part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθριαμβεύσας — συνθριαμβεύσᾱς , συνθριαμβεύω share in a triumph aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) συνθριαμβεύσᾱς , συνθριαμβεύω share in a triumph aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»